Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποικίλος ἀνήρ

См. также в других словарях:

  • ποικιλανδρία — η, Ν βιολ. χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών στα οποία τα αρσενικά άτομα, σε αντίθεση προς τα θηλυκά, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. poikilandrie (< ποικίλος + ἀνήρ, ἀνδρός)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοεργός — όν, Μ αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»